- πτερνιστήρα
- και φτερνιστήρα, ἡ, Μο πτερνιστήρας, το σπιρούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πτερνιστήρ με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχιν ( ινος), ὁ (Α) (για τον κόκορα) αυτός που έχει αγκύλο, γαμψό πτερνιστήρα (πλήκτρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλωχίν ( ῖνος)] … Dictionary of Greek
επικεντρίζω — ἐπικεντρίζω (AM) [κεντρίζω] μσν. εγκεντρίζω, μπολιάζω κλήματα αρχ. κεντρίζω το άλογο με τον πτερνιστήρα … Dictionary of Greek
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek
πτερνίζω — ΝΜΑ [πτέρνη / πτέρνα] χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώ νεοελλ. 1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιον μσν. αρχ. μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά… … Dictionary of Greek
πτερνιστήρας — ο / πτερνιστήρ, ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για… … Dictionary of Greek
φτερνιά — η, Ν χτύπημα με φτέρνα ή με πτερνιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα + κατάλ. ιά (πρβλ. γροθ ιά)] … Dictionary of Greek
φτερνιστήρα — ἡ, Μ βλ. πτερνιστήρα … Dictionary of Greek
φτερνιστηριά — η, Ν χτύπημα με πτερνιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενιστήρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
φτερνοχτυπώ — άω, Ν χτυπώ με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα + χτυπώ] … Dictionary of Greek
φτερνοχτύπημα — το, Ν [φτερνοχτυπώ] χτύπημα με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα … Dictionary of Greek